-
1 выставка
-и θ.1. τοποθέτηση, βάλσιμο.2. έκθεση για θέα.3. έκθεση προϊόντων, δημιουργημάτων•сельскохозяйственная выставка αγροτική έκθεση (αγροτικών προϊόντων)•
художественная выставка καλλιτεχνική έκθεση•
посещать -у επισκέπτομαι την έκθεση.
|| προθήκη, μόστρα. -
2 отчет
ο απολογισμός, η αναφορά, η έκθεσηгодовой - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -ежегодный - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -периодический - η περιοδική αναφορά/έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отчет
-
3 выставка
выставка ж η έκθεση промышленная (сельскохозяйственная) \выставка η βιομηχανική ( αγροτική) έκθεση* * *жη έκθεσηпромы́шленная (сельскохозя́йственная) вы́ставка — η βιομηχανική (αγροτική) έκθεση
-
4 экспозиция
-и θ.1. (φιλγ. κ. μουσ.) έκθεση (ανάπτυξη υπόθεσης έργου).2. τοποθέτηση αντικειμένων για επίδειξη, θέα•экспозиция портретов έκθεση προσωπογραφιών•
экспозиция рукописей έκθεση χειρογράφων.
|| τα εκθέματα•музеиная экспозиция τα εκθέματα του μουσείου.
3. (φωτογρ.) έκθεση (στο φως φωτοπαθούς υλικού). -
5 доклад
доклад м η εισήγηση, η έκθεση" делать \доклад κάνω έκ θεση* * *мη εισήγηση, η έκθεσηде́лать докла́д — κάνω έκθεση
-
6 международный
международный διεθνής· \международныйая выставка η διεθνής έκθεση* \международный кинофестиваль το Διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου* * *междунаро́дная вы́ставка — η διεθνής έκθεση
междунаро́дный кинофестива́ль — το Διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου
-
7 отчёт
отчёт м η έκθεση (доклад )' η λογοδοσία (за отчётный период)· финансовый \отчёт о απολογισμός ◇ отдавать себе \отчёт αντιλαμβάνομαι* * *мфина́нсовый отчёт — ο απολογισμός
••отдава́ть себе́ отчёт — αντιλαμβάνομαι
-
8 показ
-
9 рапорт
-
10 реферат
-
11 сочинение
сочинение с 1) (произведение) το έργο, το σύγγραμμα 2) (школьное) η έκθεση* * *с1) ( произведение) το έργο, το σύγγραμμα2) ( школьное) η έκθεση -
12 экспозиция
-
13 выставка
выставкаж ἡ ἔκθεση [-ις]/ ἡ μόστρα, ἡ προθήκη καταστήματος (в магазине):художественная \выставка ἡ ἔκθεση ζωγραφικής. -
14 доклад
докладм1. ἡ ἐκθεση [-ις], ἡ είσήγηση[-ις]:отчетный \доклад ἡ λογοδοσία, ὁ ἀπολογισμός· научный \доклад ἤἐπιστημονική ὁμιλία, ἡ διάλεξη [-ις]· делать \доклад κάνω είσήγηση, κάνω Εκθεση· прения по \докладу ἡ συζήτηση· ◊ входить без \доклада μπαίνω χωρίς νά μ' ἀναγγείλουν. -
15 докладывать
докладывать Iнесов1. (делать доклад, сообщать) κά(μ)νω ἐκθεση, ἀναφέρω, ἐκθέτω, είσηγοῦμαι, ἐξιστορώ:\докладывать кому-л. ὁ чем-л. κάνω ἐκθεση, ἀναφέρω σέ κάποιον2. (о ком-л.) ἀναγγέλλω.докладывать IIнесов (добавлять) πΡοσθέτω, γεμίζω. -
16 аттестовать
-тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. аттестованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.κ.σ.μ.πιστοποιώ• συνιστώ. || κάνω έκθεση•его -ли с самой лучшей стороны του έκαναν την πιο καλύτερη έκθεση.
-
17 доклад
-а α.1. εισήγηση, έκθεση• ομιλία, διάλεξη•отчтный доклад απολογιστική έκθεση•
о происхождении человека διάλεξη για την καταγωγή του ανθρώπου.
2. αναφορά (γραπτή ή προφορική)•доклад директору αναφορά στο διευθυντή.
3. ειδοποίηση;•без -ав кабинет не входят χωρίς ειδοποίηση δεν μπαίνουν στο γραφείο.
-
18 изложение
-я ουδ.1. έκθεση, διατύπωση.2. εξιστόριση, περιγραφή, αφήγηση.3. έγγραφη ανάπτυξη θέματος•ученики вчера написали οι μαθητές χτες έγραψαν έκθεση.
-
19 характеристика
-и θ.1. χαρακτερισμός• περιγραφή•характеристика действующих лиц χαρακτηρισμός των δρώντων προσώπων (λογοτεχνικού έργου).
2. επίσημη έκθεση του ποιου (κάποιου)•характеристика с места работы έκθεση του ποιου από τον τόπο της δουλειάς (την επιχείρηση).
3. γραφική παράσταση. || τα χαρακτηριστικά. -
20 экспозе
ουδ. άκλ.1. σύντομη έκθεση• απόσπασμα (περικοπή) έκθεσης.2. κυβερνητική έκθεση στη Βουλή (για ένα ζήτημα).
См. также в других словарях:
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βολάρ, Αμπρουάζ — (Ambroise Vollard, Νησί της Ένωσης, Μασκαρένιας 1865 – Παρίσι 1939). Γάλλος έμπορος έργων τέχνης, εκδότης και συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μετά τις νομικές σπουδές του εργάστηκε στο κατάστημα έργων τέχνης Καλλιτεχνική Ένωση (Union… … Dictionary of Greek